- εὔπληκτος
- εὔπληκτος, ον,A easily struck, so as to sound, Plu.2.721f.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εύπληκτος — εὔπληκτος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που πλήττεται εύκολα 2. αυτός που παράγει καλό ή δυνατό ήχο κατά την κρούση μσν. (μτφ. για πρόσωπα) αυτός που καταπλήσσεται, που παρασύρεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. από πληκτος, κατά… … Dictionary of Greek
εὔπληκτος — easily struck masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔπληκτον — εὔπληκτος easily struck masc/fem acc sg εὔπληκτος easily struck neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)